-
1 ликёрный
επ.του λικέρ• με λικέρ• από λικέρ• για λικέρ. -
2 десерт
десерт м τα επιδόρπια; подать на \десерт мороженое и ликёр προσφέρω ένα παγωτό και λικέρ για γλυκό* * *мτα επιδόρπιαпода́ть на десе́рт моро́женое и ликёр — προσφέρω ένα παγωτό και λικέρ για γλυκό
-
3 ликёр
-
4 наливка
-
5 вишневый
вишнев||ыйприл 1.:\вишневыйый сад ὁ βυσσινόκηπος· \вишневыйое варенье τό γλυκό βύσσινό \вишневыйая насто́йка λικέρ βύσσινο· \вишневыйый сиро́п ἡ βυσσινάδα·2. (цвет) τό βυσσινί χρῶμα. -
6 запеканка
запеканкаж1. (кушанье) ἡ πουτίγ-γα·2. (наливка) τό λικέρ, τό ήδύποτο[ν]. -
7 ликер
ликерм τό λικέρ, τό ήδύποτο(ν), τό ροσόλι. -
8 наливка
наливкаж τό λικέρ, τό ροσόλι. -
9 настойка
настой||каж1. (спиртной напиток) τό λικέρ·2. (лекарство) τό βάμμα:йодная \настойкака τό βάμμα ίωδίου. -
10 ликёр
[λιιαόρ] ουσ. α. λικέρ -
11 наливка
[ναλίβκα] ουσ. θ. λικέρ -
12 настой
[ναστόϊ] ουσ. α. εκχύλισμα, βάμμα, λικέρ -
13 ликёр
[λιιαόρ] ουσ α λικέρ -
14 наливка
[ναλίβκα] ουσ θ λικέρ -
15 настой
[ναστόϊ] ουσ α εκχύλισμα, βάμμα, λικέρ -
16 абрикотин
-а α.λικέρ βερικοκκίσιο. -
17 вишнёвка
-и θ.βυσσινάδα. || λικέρ από βύσσινο. -
18 вишнёвый
επ.1. του βύσσινου, της βυσσινιάς•вишнёвый сад βυσσινόκηπος•
-ая косточка κουκούτσι βύσσινου•
-ое варенье γλυκό από βύσσινο•
вишнёвый сироп σιρόπι από βύσσινο (βυσσινάδα). -ая настойка ή наливка λικέρ από βύσσινο.
2. βυσσινόχρωμος, βυσσινής. -
19 запеканка
-и θ.1. πουτίγγα, ψητό φαγητό.2. ηδύποτο• λικέρ. -
20 ликёр
-а (-у) α. λικέρ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λικέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), αλκοολούχο ποτό με γλυκιά γεύση, ηδύποτο: Τους κέρασα σπιτικό λικέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λικέρ — το το ηδύποτο, είδος αλκοολούχου ποτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. liqueur < λατ. liquor «υγρό» < λατ. liquēre «διαλύω, κάνω κάτι υγρό»] … Dictionary of Greek
ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης … Dictionary of Greek
Mastichato — Chio (Greek: Μαστιχάτο Χίου; Μαστιχά λικέρ; Ούζο Μαστίχας) also known as Chios Masticha, ( mastika, mastichat, mastikha, mastiha ) and Masticha Ouzo is a Greek smooth mastic flavored liqueur made out of resin, the Greek brandy based liqueur is… … Wikipedia
Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения … Википедия
τσέρι — το, Ν άκλ. λικέρ από κεράσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cherry < λατ. cerasus < κέρασος] … Dictionary of Greek
βότκα — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό, με μείγμα αποσταγμένης αιθυλικής αλκοόλης με νερό. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία στα τέλη του 14ου αι., υπάρχει όμως και η άποψη ότι πρωτοκατασκευάστηκε στην Πολωνία. Παράγεται από σίκαλη, σιτάρι και κριθάρι … Dictionary of Greek
ζυθοζύμη — η η καλλιέργεια σακχαρομύκητα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή ζύθου, αλλά και ψωμιού, κρασιού, αλκοόλης, απεσταγμένου λικέρ κ.ά., επίσης ως πηγή βιταμινών τής ομάδας Β, κν. μαγιά τής μπίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + ζύμη] … Dictionary of Greek
κουμκουάτ — ή κουμκάτ, το 1. βοτ. κοινή ονομασία μικρών εσπεριδοειδών τού γένους φορτουνέλα 2. είδος κερκυραϊκού λικέρ που παρασκευάζεται από το είδος φορτουνέλας που καλλιεργείται στην Κέρκυρα κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. kumquat (<… … Dictionary of Greek
ροσόλι — το, Ν ηδύποτο, λικέρ αρωματισμένο με απόσταγμα ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rosolio, πιθ. < μσν. λατ. ros solis «δροσιά τού ήλιου, σκιά»] … Dictionary of Greek
σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… … Dictionary of Greek